Κρου

Κρου
(Kru). Ομάδα συγγενικών λαών που κατοικούν στην περιοχή της ακτής της Λιβερίας και στη δυτική περιοχή της Ακτής του Ελεφαντοστού. Διαιρούνται σε τρεις υποομάδες και, σύμφωνα με νεότερους υπολογισμούς, αριθμούν περίπου 1.500.000 άτομα. Οι περισσότεροι διατηρούν τις παραδοσιακές θρησκευτικές αντιλήψεις (λατρεία των ψυχών, της φύσης, των προγόνων κ.ά.), ενώ υπάρχουν και λίγοι χριστιανοί. Σταδιακά, οι Κ. τείνουν να συγχωνευθούν σε έναν λαό. Ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την αλιεία. Πολλοί από αυτούς εργάζονται σε φυτείες που ανήκουν σε αμερικανικές εταιρείες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρούμαθ' — κρού̱ματα , κροῦμα beat neut nom/voc/acc pl κρού̱ματι , κροῦμα beat neut dat sg κρού̱ματε , κροῦμα beat neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουμάτων — κροῡμάτων , κροῦμα beat neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουσμάτων — κροῡσμάτων , κροῦσμα beat neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρούμασι — κρού̱μασι , κροῦμα beat neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρούμασιν — κρού̱μασιν , κροῦμα beat neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρούματα — κρού̱ματα , κροῦμα beat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρούματι — κρού̱ματι , κροῦμα beat neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρούματος — κρού̱ματος , κροῦμα beat neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρούσεσι — κρού̱σεσι , κροῦσις striking fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρούσεων — κρού̱σεω̆ν , κροῦσις striking fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”